22 Σεπτεμβρίου 2013

Αρκούδα κατασπάραξε άνθρωπο


Ζητώ συγνώμη για τον παραπάνω τίτλο, αλλά τον θεωρώ ως τον πιο κατάλληλο για το θέμα του παρόντος άρθρου: τη δημοσιογραφία. Αρχικά, ομολογώ πως δεν έχω καμία σχέση με αυτήν. Ως γραφίστρια όμως γνωρίζω για το ρόλο της οπτικής επικοινωνίας στην προώθηση ενός προϊόντος, μίας επιχείρησης, ενός προσώπου κ.λπ.

Η οπτική επικοινωνία πραγματοποιείται με οπτικά μηνύματα τα οποία απευθύνονται στην αίσθηση της όρασης του αποδέκτη, στα μάτια και στο οπτικό νευρικό του σύστημα, με σκοπό να φτάσουν στον εγκέφαλό του και εκεί να αναλυθούν και να γίνουν κατανοητά. Το μήνυμα πρέπει να σχεδιαστεί, να οργανωθεί και να μεταδοθεί με τα κατάλληλα μέσα, ώστε να είναι δυνατή η οπτική αντίληψή του από τον αποδέκτη του [1]. Η χρήση λεκτικών στοιχείων που διατυπώνουν ένα μήνυμα και η σύνθεσή τους με την εικόνα, ενισχύουν το περιεχόμενο του μηνύματος και κάνουν περισσότερο αποτελεσματική τη μετάδοσή του.

Ένας τίτλος που περιέχει αρνητικές λέξεις ή φράσεις, όπως “τρομακτικός”, “θάνατος”, “δολοφονία”, “βία”, “όπλο”, “σκηνές σοκ”, “τραγικό τέλος”, “άγρια συμπλοκή” κ.ά., χρησιμοποιείται για να τραβήξει την προσοχή του θεατή, ο οποίος είτε διαβάζει ένα άρθρο (σε έντυπα μέσα ή στο διαδίκτυο) είτε παρακολουθεί τις ειδήσεις στην τηλεόραση. Αν ο τίτλος συνοδεύεται από μία φωτογραφία ή σκηνές, επίσης αποκρουστικές, τότε έχει πετύχει το στόχο της ακόμα πιο γρήγορα. Ο δημοσιογράφος που αναλύει το ρεπορτάζ μοιάζει να είναι ή να ήταν παρών στο γεγονός που εξιστορεί και έντρομος δεν μπορεί παρά να εκφραστεί με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες. Ξέρει όμως την αλήθεια; Τι εξυπηρετεί αυτός ο τρόμος; Ποιος είναι αυτός που επιλέγει τη ροή ειδήσεων και τον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζονται;

Ο Daniel Goleman αναφέρει ότι καθημερινά, χιλιάδες τέτοιες ειδήσεις φθάνουν στ’ αφτιά μας. Η εκδήλωση μοχθηρίας ανατρέπει κάθε έννοια ασφάλειας και πολιτισμού. Οι ειδήσεις αυτές δεν κάνουν τίποτε περισσότερο από το να αντανακλούν πάνω μας ανατριχιαστικά συναισθήματα. Η αντανάκλαση απεικονίζει την έξαρση ενός συναισθηματικού παραλογισμού, μιας απογοήτευσης και μιας αδιαφορίας μέσα στις οικογένειές μας, τις πόλεις μας και την κοινωνική ζωή γενικότερα. Κανένας δεν μπορεί να ξεφύγει από αυτή την αχαλίνωτη πλημμυρίδα βίας που αγγίζει τη ζωή όλων μας [2].

• Αν οι κακές ειδήσεις είναι αληθινές, ο τρόπος παρουσίασής τους εξυπηρετεί έναν σκοπό. Την ύπαρξη του σωτήρα που θα κάνει πιστευτό το success story. Εκεί που όλα μοιάζουν ότι έχουν αποσαρθωθεί, πετάγονται εκφράσεις του τύπου “φως στην άκρη του τούνελ”. Δεν έχει σημασία τι έχει παρουσιαστεί έως τώρα. Το αρνητικό κλίμα μπορεί να αποτραπεί από την εικόνα εκείνου που πρώτος θα μιλήσει για τη σωτηρία της χώρας (ποιος είναι αυτός άραγε;).
• Αν οι κακές ειδήσεις δεν είναι αληθινές, η παρουσίασή τους ως πραγματικές στοχεύουν στον αποπροσανατολισμό. Ο θεατής, μη ικανός να αναλύει κάθε φορά τη λεπτομέρεια που του παρουσιάζεται, νιώθει όλο και πιο αδύναμος μπροστά στην αγριότητα της καθημερινότητας.

Και στις δύο παραπάνω περιπτώσεις η προσοχή του θεατή κατευθύνεται. Αυτός που κατευθύνει είναι ο πληρωμένος μεγαλο-καναλάρχης, μεγαλο-συντάκτης, μεγαλο-οποιοσδήποτε εξυπηρετεί μεγαλο-συμφέροντα, για να μεγαλο-εξυπηρετείται. Σαν μια τεράστια αρκούδα ανοίγει το στόμα της και κατασπαράζει όποιον βρει μπροστά της, ό,τι αληθινό στέκεται στο βλέμμα της.

Στο σημείο αυτό θα ήθελα να αποδείξω ότι η αρκούδα δεν έχει καμία απολύτως δύναμη. Ο θεατής είναι αυτός που της τη δίνει. 

Η εικόνα 1 αποτελεί λεπτομέρεια της εικόνας 2, την οποία πρωτοαντίκρισα το 2005 σε μία Έκθεση Φωτογραφίας. Αρχικά αναρωτήθηκα γιατί τα παιδάκια της φωτογραφίας μοιάζουν έκπληκτα και τρομαγμένα. Πίστευα ότι μάλλον βλέπουν μία άλλη αρκούδα, που είναι εκτός κάδρου, την οποία είτε είδαν ξαφνικά είτε άκουσαν να βγάζει έναν δυνατό και τρομακτικό ήχο (ίσως ηχογραφημένο). Ας υποθέσουμε ότι έπρεπε να γράψω ένα άρθρο που να συνοδεύεται με την εικόνα αυτή. Ένας τίτλος όπως “Έντρομοι μαθητές μπροστά στη θέα των αρκούδων” ή “Τρόμος διαγράφεται στα πρόσωπα σοκαρισμένων παιδιών”, σίγουρα θα προκαλούσε την προσοχή.

Για την αλήθεια της λήψης της εικόνας ρώτησα τον φωτογράφο Βαγγέλη Πατσιαλό. Που και πότε έχει γίνει η λήψη και γιατί τα παιδιά μοιάζουν τρομαγμένα; Ο Βαγγέλης μού απάντησε ότι πρόκειται για μία φωτογραφία που τράβηξε το 2005 σε Μουσείο Φυσικής Ιστορίας. Τα παιδιά δεν είναι τρομαγμένα. Έχουν πάει εκπαιδευτική εκδρομή με τους δασκάλους τους. Κάποια στιγμή μία δασκάλα ζητάει από τα παιδιά να πάρουν πόζα για να τα φωτογραφίσει. Ζητάει, συγκεκριμένα, να κάνουν όπως και οι αρκούδες! Ο μοναδικός ήχος που ακούγεται είναι η φωνή των παιδιών και το κλικ της φωτογραφικής μηχανής. Κανένας άγριος ήχος. Ζήτησα από τον Βαγγέλη να μου δώσει έναν τίτλο για τη φωτογραφία του. “Εκπαιδευτική Εκδρομή σε Μουσείο Φυσικής Ιστορίας”, ήταν η απάντησή του.

Επομένως, ο ίδιος ο φωτογράφος και μόνο ήταν ο αυτόπτης μάρτυρας της παραπάνω σκηνής. Κανένας άλλος δεν έχει δει την εικόνα από αυτή την οπτική γωνία. Ουσιαστικά πρόκειται για φωτογράφιση μίας φωτογράφισης. Είναι η φωτογράφιση μίας σκηνοθετημένης λήψης. Ενώ, η δασκάλα κάπου θα έχει και τη δική της γωνία λήψης.

Γύρω από μία εικόνα, και γενικότερα γύρω από ένα θέμα, μπορεί να δημιουργηθεί μία ολόκληρη ιστορία. Η φράση «μία εικόνα - χίλιες λέξεις» δεν είναι σωστή. Αντί αυτής θα διάλεγα τη φράση «για τον καθένα, μία εικόνα - χίλιες λέξεις». Διότι ο καθένας μας ερμηνεύει οτιδήποτε αντικρίζει με διαφορετικό τρόπο. Αυτό είναι κακό, όταν ο καθένας είναι εκείνος που προσπαθεί να επηρεάσει την κοινή γνώμη και κυρίως να την αποπροσανατολίσει. Πόσοι δημοσιογράφοι είναι αυτόπτες μάρτυρες γεγονότων; Στόχος της δημοσιογραφίας είναι η συγκέντρωση ειδήσεων και η διάδοσή τους προκειμένου να πληροφορηθεί ο πολίτης. Πουθενά στον ορισμό της δημοσιογραφίας δεν χωρά η υποκειμενική άποψη εκείνου που την ασκεί. Κι όμως, αρκεί να δούμε τους τίτλους των πρωτοσέλιδων. Υποκειμενικά, έχει επιλεχθεί η είδηση που θα σοκάρει και θα υποκινήσει. Αρκεί, επίσης, να παρακολουθήσουμε τις ειδήσεις στην τηλεόραση και να μετρήσουμε τα “ενδεχομένως”.   

Ένας δημοσιογράφος, πιθανόν, να αντέκρουε τα παραπάνω και να έλεγε ότι επιλέγει να παρουσιάσει αυτό που θεωρεί ο ίδιος ως σημαντικό. Είδηση δεν είναι ότι διαδηλώνουν ειρηνικά χιλιάδες Έλληνες. Είδηση είναι η βίαιη πράξη. Γιατί η σημασία βρίσκεται στη λεπτομέρεια. Θα έλεγε. Πώς και με ποιον τρόπο, όμως, παρουσιάζεται η λεπτομέρεια; Ως μεμονωμένη; Αυτό είναι το λάθος. Σημαντική είναι εκείνη η λεπτομέρεια, η συσχετιζόμενη με οτιδήποτε υπάρχει γύρω της. Με αυτό που φαίνεται και αυτό που δεν φαίνεται. Σημασία έχει η άποψη της πραγματικότητας. Από ποια πλευρά τη βλέπεις και αν είσαι ικανός να βλέπεις το σύνολο. Σα να είσαι αυτόπτης μάρτυρας. Είναι ο δημοσιογράφος αυτόπτης ή του έχει δοθεί ένα δελτίο τύπου και ένα non paper για να προωθήσει; Έχει παρακολουθήσει όλη τη σκηνή που εξελίσσεται μπροστά του και έχει ακούσει το διάλογο με τα ίδια του τα αφτιά ή αναπαράγει σαν κουτσομπόλης ό,τι “σχεδόν” του ειπώθηκε; Ως εκτελεστής μιας εντολής.

Η δημοσιογραφία δεν είναι παρά μία βιτρίνα αγριότητας και δύναμης. Η πραγματική δύναμη βρίσκεται εκτός της βιτρίνας, είναι μέσα μας. Γιατί εμείς είμαστε οι ζωντανοί!



Πηγές:
Φωτογραφία: Πατσιαλός Βαγγέλης - http://blog.epatsialos.gr/

[1] Βιθυνός, Κ., Δασκαλοθανάσης Ν., Λυκούδης Μ. & Λυμπεράκης Α. (2002). Οπτική Επικοινωνία, Η Τέχνη και η Επικοινωνία στις Γραφικές Τέχνες, Τόμος Β΄. Πάτρα: ΕΑΠ, σελ. 131.

[2] Goleman, D. (1998). Η συναισθηματική νοημοσύνη. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, σελ. 21.

13 Σεπτεμβρίου 2013

Η επαναφορά του χαμόγελου

Η Μόνα Λίζα είναι η διασημότερη εικόνα της παγκόσμιας ζωγραφικής, το πιο αναγνωρίσιμο έργο τέχνης στην ιστορία του ανθρώπου. Σήμερα βρίσκεται πίσω από το αλεξίσφαιρο γυαλί του Λούβρου, φορτωμένη με θρύλους και ιστορίες μισής χιλιετίας [1]. Έχουν ειπωθεί πολλά για την ταυτότητα και το αινιγματικό χαμόγελό της, ενώ η εικόνα της συνδέεται άλλοτε με μία Φλωρεντινή που λεγόταν Λίζα και άλλοτε με ένα πλάσμα που δημιούργησε η φαντασία του καλλιτέχνη Λεονάρντο ντα Βίντσι.

Μεγάλης σημασίας, για μένα, δεν έχει η ύπαρξη ή όχι του μοντέλου, αλλά ο λόγος για τον οποίο ο Λεονάρντο οδηγήθηκε στην απόδοση της συγκεκριμένης έκφρασης. Επιθυμία μου είναι να μάθω αυτόν το λόγο.

Η γυναίκα αιχμαλωτίζει το βλέμμα μου και με οδηγεί πίσω στο 1503, στην Φλωρεντία. Ο Λεονάρντο βρίσκεται στο εργαστήριό του χωμένος μέσα σε αναρίθμητα σχέδια, σημειωματάρια, προσχέδια κατασκευών και χειρόγραφα. Ένας κτύπος ακούγεται στην πόρτα και η Λίζα μπαίνει στο εργαστήριο.

Λίζα: Καλησπέρα Λεονάρντο. Μπορώ να περάσω;

Λεονάρντο: Μα φυσικά! Πάντα είσαι ευπρόσδεκτη και το ξέρεις. Άλλωστε έχουμε αφήσει μία εκκρεμότητα. Δεν είπαμε ότι θα έρθεις για το πορτραίτο σου;

Λίζα: Έτσι είπαμε, αλλά από την τελευταία φορά που συναντηθήκαμε άλλαξαν πολλά. Νιώθω ότι δεν είμαι πια ο ίδιος άνθρωπος. Προσπαθώ να βρω τον εαυτό μου, γιατί ειπώθηκαν για μένα πράγματα που δεν ισχύουν. Ίντριγκες και διαπλοκές έχουν στηθεί εις βάρος μου. Θέλουν να χάσω ό,τι έχω αποκτήσει μέχρι τώρα.

Λεονάρντο: Έχουν φτάσει αρκετά στα αφτιά μου, αλλά γιατί σε απασχολούν όλα αυτά; Και τι σημαίνει ότι δεν είσαι ο ίδιος άνθρωπος; Όσοι σε ξέρουν, γνωρίζουν καλά ποια είσαι και πόσο αξίζεις. Κι εκείνοι που δεν σε ξέρουν, απλά φοβούνται… Πάντα φοβούνται έναν άνθρωπο που μαθαίνει. Έλα, έχουμε πολλά να πούμε για σένα και για ό,τι έχουμε να ετοιμάσουμε.

Λίζα: Προβληματίζομαι, γιατί προσπαθώ πάντα μέσα από τις πράξεις μου να προωθήσω την καθολική γνώση, που είναι τόσο σημαντική για τις γενιές που έρχονται. Τι θα απαντούσες εσύ αν σε κατηγορούσαν ότι μέσω ενός στρεβλού και νοθευμένου πλαισίου βρέθηκες να αποκαλείσαι δάσκαλος;

Λεονάρντο: Θα έκανα την εξής δήλωση: «Πολλοί πιστεύουν πως δικαιούνται να μου βρίσκουν ψεγάδια και δηλώνουν πως τα αποδεικτικά στοιχεία που παραθέτω εναντιώνονται στην εξουσία κάποιων ανθρώπων, οι οποίοι είναι (κατά την κρίση τους, την άπειρη και αμαθή) ιδιαίτερα αξιοσέβαστοι. Δεν αντιλαμβάνονται ότι οι ιδέες μου προκύπτουν, πολύ απλά, από τη βιωματική εμπειρία, που είναι ο πραγματικός διδάσκαλος» [2].

Λίζα: Και μετά; Τι περιμένεις;

Λεονάρντο: Δεν περιμένεις, συνεχίζεις όπως γνωρίζεις να πράττεις χρόνια τώρα. Μαθαίνεις και εξασκείς, εξασκείς και μαθαίνεις. Πάρε για παράδειγμα αυτό το προσχέδιο που δείχνει ένα μηχάνημα εκσκαφής. Στο μέλλον θα κατασκευάζονται πολλά από αυτά! Είναι πολύ σημαντικό να γνωρίζεις πώς να το κατασκευάζεις, πώς να το λειτουργείς και γιατί να το χρησιμοποιείς, παρά να είσαι ένας απλός χειριστής. Εμένα δεν με ενδιαφέρει το τελευταίο. Με ενδιαφέρει η γνώση. Αν μέσα από κάποιο έργο μου δεν μαθαίνω τίποτα, το παρατάω και πάω στο επόμενο.

Λίζα: Επομένως συμφωνούμε. Δεν υπάρχει εξάσκηση χωρίς γνώση. Κι όμως αυτό προωθείται από τους ηγεμόνες. Είναι ικανή η μαθητεία και η κατάρτιση σε έναν περιορισμένο τομέα να οδηγήσει στην ολοκλήρωση του ανθρώπου; Θεωρώ ότι πρόκειται για μέγα σφάλμα!

Λεονάρντο: «Ποιο είναι το σφάλμα εκείνων που βασίζονται στην εξάσκηση χωρίς τη συνδρομή της γνώσης; Όλοι εκείνοι που ενστερνίζονται τη δράση χωρίς να σκέφτονται, μοιάζουν με πλοηγό που ξεκινάει να ταξιδέψει χωρίς πηδάλιο ή πυξίδα και που ποτέ δεν είναι βέβαιος για το που πηγαίνει» [3].

Λίζα: Όπως καταλαβαίνεις δεν βρίσκομαι και στην καλύτερη διάθεση για πορτραίτο.

Λεονάρντο: Η αλήθεια είναι ότι σε ξέρω ως το πιο χαμογελαστό πλάσμα. Το χαμόγελο είναι κάτι που δεν χαρακτηρίζει τη δική μου φάτσα, και η εικόνα σου πραγματικά με συμπληρώνει. Δεν θέλω λοιπόν να σε βλέπω έτσι.

Λίζα: Ξέρεις τι θέλω; Έναν πίνακα ζωντανό, που να αντανακλά τα συναισθήματά μου. Θέλω να φαίνομαι γελαστή όπως με ξέρεις, αλλά ταυτόχρονα μελαγχολική όπως αισθάνομαι. Θέλω να μπορώ να ταυτίζομαι με κάθε συναίσθημά μου, κάθε φορά που τον κοιτάζω. Να βλέπω την αλήθεια, ότι δηλαδή τη μία στιγμή μπορεί να είμαι ευτυχισμένη, ενώ κάποια άλλη στιγμή η αμφιβολία μπορεί να με οδηγεί σε καινούργιες αναζητήσεις. Να θυμάμαι τη συζήτησή μας. Να βλέπω εμένα και εσένα. Να αντικρίζω την ταύτιση των απόψεών μας για ένα μέλλον με γνώση.


Έτσι ο Λεονάρντο στήνει το πιο απόλυτο αίνιγμα της ζωγραφικής όλων των εποχών. Μια γυναίκα με σχεδόν σταυρωμένα τα χέρια, σχεδόν καταδεκτική και μάλλον απρό­σιτη, με μάτια υγρά, προφανώς γελα­στά, ίσως μελαγχολικά… με έκφραση που μπορεί να σημαίνει πρόκληση, απόρριψη, συντροφικότητα, φιλία, ειρωνεία, θλίψη, ηδονή, ουτοπία, αμφιβολία, βεβαιότητα ή προσευχή... Η ζωντάνια της εντυπωσιάζει, καθώς μοιάζει να έχει δική της γνώμη. Σαν ζωντανό πλάσμα, φαίνεται κι αυτή ν’ αλλάζει μπροστά στα μάτια μας και να μοιάζει λίγο διαφορετική όποτε την ξαναβλέπουμε. Η Μόνα Λίζα είναι έτοιμη να δεχτεί την κάθε προσωπική αλήθεια, το κάθε βλέμμα, δεν μας λέει, αλλά μας ακούει. Μας αφήνει να μιλήσουμε. Καθρεφτίζει αυτό που είμαστε και αυτό που γυρεύουμε [4], [5].  

Κοιτάζω τη Μόνα Λίζα και είναι πράγματι σα να καθρεφτίζομαι. Λίγο γελαστή, λίγο μελαγχολική, λίγο αισιόδοξη, λίγο ανυπόμονη. Με κάνει να πλάθω έναν διάλογο με τον δημιουργό της, ο οποίος με ενθαρρύνει να μην το βάλω κάτω. Αν συνεχίζω να προσπαθώ όπως ξέρω, εγώ θα είμαι αυτή που θα παραμείνω ζωντανή και όχι όσοι προσπαθούν να κλέψουν το χαμόγελό μου.
Σα να ακούω τον Λεονάρντο να συμφωνεί μαζί μου. Θα ήθελα να τον συναντούσα και να τον ρωτούσα αν ξέρει καμιά λύση, για να επανέλθει το χαμόγελο σε όλους μας. Φυσικά και ξέρει, αφού ήταν ίσως η πιο πολυτάλαντη ιδιοφυΐα που υπήρξε ποτέ. Συγκεκριμένα στο βιβλίο του Προφητείες αναφέρει:

«Διώξτε τον προδότη, γιατί ακόμα κι αν ορκιστεί πίστη, κανείς δεν θα τον εμπιστεύεται» [6].


Ο παραπάνω διάλογος είναι φανταστικός (τα κείμενα σε εισαγωγικά, όμως, είναι του Λεονάρντο ντα Βίντσι). Αν έστω και λίγο πιστέψατε στην αλήθεια του διαλόγου, είναι επειδή λειτούργησε ως καθρέφτης και των δικών σας απόψεων.


Πηγές:
[1], [4]: Τριαρίδης, Θ. (2002). Λεονάρντο: Η ουτοπία των αινιγμάτων. Αθήνα: Σύγχρονοι Ορίζοντες, σελ. 63-65.
[2], [3], [6]: Leonardo Da Vinci - Προφητείες. Μετάφραση: Αλεξάνδρα Λυμπεροπούλου. Αθήνα: Περίπλους (2005), σελ. 21, 116, 129 αντίστοιχα.
[5]: Gombrich, E. H. (1998). Το Χρονικό της Τέχνης. Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, σελ. 300-303.