18 Δεκεμβρίου 2013

Ο Άγιος Βασίλης και η Α(ρ)γία Κυριακή


Το κόκκινο είναι το πιο κυρίαρχο, οπτικά, χρώμα. Εκφράζει ζωή, αγάπη, έρωτα, πάθος, σεξουαλικότητα, ορμή, δράση, αλλά και κίνδυνο, βία, θυσία, επανάσταση και θυμό, έννοιες δηλαδή αντίθετες, καθώς συνδέονται άλλοτε με τη φωτιά και άλλοτε με το αίμα. Το κόκκινο, παγκοσμίως, είναι το χρώμα της ακινητοποίησης, της απαγόρευσης και της προσοχής. Ταυτόχρονα, όμως, είναι το χρώμα του “θέλω”, καθώς ενθαρρύνει και παρακινεί. Αποτελεί το ιδανικό χρώμα όταν στόχος είναι να προβληθεί η δύναμη και το πάθος στο σχέδιο.

Από πού προκύπτει επομένως το κόκκινο χρώμα του Άι Βασίλη, το οποίο τις γιορτινές αυτές ημέρες, όταν συνδυάζεται με το πράσινο, συμβολίζει τα Χριστούγεννα;

Όλο και περισσότερο συγκεκριμένα χρώματα χρησιμοποιούνται από εταιρείες, για να υποδηλώσουν τις μοναδικές ταυτότητες των προϊόντων ή των υπηρεσιών τους, προκειμένου να είναι εύκολα αναγνωρίσιμες. Επιπλέον, από το σχεδιασμό της ταυτότητας και τη δημιουργία των εφαρμογών έως την επικοινωνία της μάρκας με το κοινό και τη διαχείρισή της σε βάθος χρόνου, πολύ σημαντική είναι η σταθερότητα στη χρήση του χρώματος, γιατί έτσι ενισχύεται η μάρκα και το μήνυμα που θέλει να περάσει.

Αυτό έχει ως αποτέλεσμα μερικά προϊόντα να αποθηκεύονται στο υποσυνείδητο ταυτισμένα με χρώματα με τα οποία σηματοδοτούνται στο καταναλωτικό κοινό, ώστε μοιάζει ασύμφωνη η παρουσία του προϊόντος με διαφορετικό χρώμα. Για παράδειγμα, σε μία εικόνα όπου παρουσιάζεται ένα αναψυκτικό (με την επωνυμία του να μην είναι εμφανής) και στην οποία κυριαρχεί το κόκκινο, είναι σχεδόν απίθανο να σκεφθεί κανείς ότι το αναψυκτικό είναι άλλο από την Coca Cola. Το χρώμα έχει ταυτιστεί με το ίδιο το προϊόν. Αυτή την ταύτιση καθιέρωσε η Coca Cola και για τον Άι Βασίλη. Μέχρι το 1931 η μορφή του δεν ήταν συγκεκριμένη και οι σχεδιαστές τον έντυναν με διάφορα χρώματα. Ήδη από το 1862 το κόκκινο έγινε το χρώμα του Άι Βασίλη, όμως από το 1931, που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά η εικόνα ενός άντρα (που υποτίθεται ότι αναπαριστούσε τον Άι Βασίλη) ντυμένου στα κόκκινα να κρατά ένα ποτήρι με Coca Cola (εικόνα), η εικόνα αυτή ταυτίστηκε με τον Άι Βασίλη, την Coca Cola και το κόκκινο. Οι προωθητικές ενέργειες της εταιρείας στα επόμενα χρόνια ήθελαν τον Άι Βασίλη να φοράει κόκκινα.

Γίνεται αντιληπτό ότι η μορφή που έχει ο Άι Βασίλης ουδεμία σχέση έχει με τον Πατέρα της Εκκλησίας Άγιο Βασίλειο ή Μέγα Βασίλειο, του οποίου η μνήμη τιμάται την 1η Ιανουαρίου. Ο Άγιος Βασίλειος έχει μορφή ψιλόλιγνη και ασκητική, δεν έχει σάκο και δεν φέρνει δώρα, αλλά σύμφωνα με την παράδοση ευλογεί τη νέα χρονιά. Αντίθετα ο κόκκινος Άι Βασίλης είναι ευτραφής, μεταφέρεται με έλκηθρο και μοιράζει δώρα σε όσα παιδιά είχαν κατά τη διάρκεια της χρονιάς “καλή” συμπεριφορά (και όχι μόνο). Πρόκειται για έναν Άγιο που σχετίζεται με την κατανάλωση και την εμπορευματοποίηση. Ωστόσο, δεν μπορώ να πω ότι δεν μου είναι συμπαθής, η εικόνα του άλλωστε έχει “χτιστεί” επικοινωνιακά πολύ σωστά, μία εικόνα που στοχεύει σε ένα σημαντικό κοινό, που είναι τα παιδιά. Αλήθεια, πώς να στερήσεις αυτό το παραμύθι από τα παιδιά, όταν ξέρεις ότι τους δίνει τόση χαρά! Ένα δώρο από τον Άι Βασίλη θέλουν, και εσύ όπως κι εγώ κάνουμε ό,τι μπορούμε για να συντηρήσουμε αυτό το ψέμα. Τύψεις δεν έχουμε, θα μεγαλώσουν και θα μάθουν ότι ο Άι Βασίλης δεν κατεβαίνει από την καμινάδα για να φέρει τα δώρα. Τα δώρα τα φέρνουν οι γονείς, οι οποίοι κάνουν τα πάντα για να πραγματοποιήσουν τις ευχές των παιδιών τους.

Κάπως έτσι πλάθεται ακόμα ένα παραμύθι, αυτό που σχετίζεται με το άνοιγμα των καταστημάτων τις Κυριακές. Δημιουργείται η εντύπωση ότι ο κόσμος δουλεύει τόσο πολύ όλες τις μέρες της εβδομάδας (πλην της Κυριακής) που μία Κυριακή του μένει, για να κάνει τις αγορές του. Εδώ μου δημιουργούνται κάποιες απορίες. Αφού κάποιοι θα δουλεύουν και τις Κυριακές, πότε θα κάνουν τα δικά τους ψώνια; Μήπως να θεσπίσουμε μία όγδοη μέρα και γι’ αυτούς; Γιατί ενώ τα χρήματα είναι πολλά, χρόνος όμως δεν υπάρχει, και μία μέρα ρεπό (διαφορετική για τον καθένα) δεν φτάνει για να καταναλωθούν. Επιπλέον, να δημιουργήσουμε μία ένατη μέρα (κοινή για όλους) αφιερωμένη στην οικογένεια, στις συναντήσεις με τους αγαπημένους μας, στην εκδρομή στο χωριό…
- Στο χωριό; Και πώς θα πας μέχρι εκεί; Ξέρεις πού έχει φτάσει η βενζίνη;
- Μα αφού δουλεύω κάθε μέρα, κάτι θα μου περισσεύει.
- Και στα καύσιμα θα τα χαλάσεις;
- Ε, θα χαρώ και λίγο τη φύση. Τα παιδιά θα εισπνεύσουν καθαρό αέρα, θα παίξουν, θα τρέξουν, θα γελάσουν…
- Τα παιδιά να τα πας στην αγορά. Να κοινωνικοποιηθούν! Να ενισχύσεις και τα μαγαζιά. Όλο και κάτι θα θέλουν.

Κάτι τέτοιους διαλόγους φτιάχνει το μυαλό μου συνέχεια, ψάχνοντας να βρω την αιτία, από την οποία έχει προκύψει μία κατάσταση. Γιατί την Κυριακή ανοιχτά; Μήπως ο Υπουργός Ανάπτυξης αισθάνθηκε ως ένας άλλος Άι Βασίλης που γεμίζει το πορτοφόλι μας με τον όρο να το αδειάσουμε την Κυριακή, αλλιώς τα χρήματα εξανεμίζονται; Το επικοινωνιακό παιχνίδι που αφορά στις Κυριακές έχει ως στόχο να πείσει το κοινό ότι τα καταστήματα πρέπει να είναι ανοιχτά προς όφελός μας. Σε βάθος χρόνου, με σταθερότητα και υπακοή στο νόμο που έχει ψηφιστεί και ο οποίος πρέπει να εφαρμόζεται απαρέγκλιτα, ενισχύεται το μήνυμα ότι μπορούμε να καταναλώνουμε. Σε αντίθετη περίπτωση (κλειστά καταστήματα) το υπουργείο προειδοποιεί με κυρώσεις. Μπερδεύτηκα: κυρώσεις στα καταστήματα αν δεν ανοίξουν ή στο κοινό αν δεν ψωνίσει;

Προτείνω να κατασκευάσουμε και μία μασκότ που να προτρέπει σε κατανάλωση. Μία μασκότ σε κόκκινο χρώμα, το χρώμα του “θέλω”, που θα οδηγεί τις οικογένειες στα εμπορικά κέντρα, σε μία δήθεν απόλαυση όσων δεν θα μπορούν να αποκτήσουν. Σχετικά με τα “θέλω” των εργαζομένων, αρκεί να μάθουμε τη γνώμη τους για το άνοιγμα των καταστημάτων: «Θέλω την Κυριακή μου» θα απαντήσουν όλοι. Ρωτήστε τους για να το διαπιστώσετε.  Η ταύτιση της Κυριακής με την εμπορευματοποίηση θα καταλήξει σε λήθη της πάλης των εργαζομένων για την κατάκτηση του οκτάωρου και του πενθήμερου.

Εγώ πάντως επιλέγω τις Κυριακές για να συναντώ τους αγαπημένους μου. Πιστεύω ότι αυτό επιλέγει η πλειοψηφία του λαού. Ας δώσουμε το μήνυμα σε εκείνους που προσπαθούν να καταπατήσουν τα κεκτημένα. Εύχομαι το μήνυμα να μην το λάβει μόνο ο Άι Βασίλης, και η χρονιά που θα έρθει να είναι για όλους καλύτερη. Με υγεία, αγάπη και ελπίδα.


Εικόνα:
http://www.coca-colacompany.com/holidays/the-true-history-of-the-modern-day-santa-claus

28 Νοεμβρίου 2013

Το Σαλόνι των Απορριφθέντων ή μήπως των Νικητών;

Το ιμπρεσιονιστικό κίνημα, που αναπτύχθηκε στο Παρίσι τη δεκαετία 1860-1870, έδωσε οριστική μορφή στη ρήξη με την παράδοση και την καλλιτεχνική συμβατικότητα. Η πρώτη ιμπρεσιονιστική έκθεση έγινε το 1874 (αν και ιμπρεσιονιστικά έργα είχαν εκτεθεί στο “Σαλόνι των Απορριφθέντων” ήδη από το 1863) και ένα χλευαστικό σχόλιο του κριτικού Louis Leroy που αναφέρεται στον πίνακα του Claude Monet Impression: Soleil levant” (Εντύπωση: Ανατολή ηλίου) (εικόνα), βάφτισε το κίνημα. Σχετικά με αυτόν τον πίνακα, ο Leroy αναφέρει στο σατιρικό περιοδικό Charivari: «Εντύπωση, ήμουν βέβαιος. Μια ταπετσαρία σε εμβρυακό στάδιο μοιάζει πιο ολοκληρωμένη από αυτή τη θαλασσογραφία».
Ο Leroy βρήκε τον τίτλο ιδιαίτερα γελοίο και αναφέρθηκε στην ομάδα των ζωγράφων με τη λέξη “Οι Ιμπρεσιονιστές”, αποδίδοντάς της ειρωνική απόχρωση.

Ένα ευθυμογραφικό περιοδικό έγραφε το 1876:
«Η οδός Λε Πελτιέ είναι πραγματικά οδός ολέθρου. Μετά την πυρκαγιά στην Όπερα, μας περιμένει εκεί ακόμη μία συμφορά. Μόλις άνοιξε μια έκθεση στην γκαλερί Ντυράν-Ρυέλ, που υποτίθεται ότι περιέχει έργα τέχνης. Μπαίνω μέσα, και τα έκ­πληκτα μάτια μου αντικρίζουν κάτι φρικιαστικό. Πέντε ή έξι τρελοί, ανάμεσά τους και μια γυναίκα, εκθέτουν από κοινού τα έργα τους. Είδα ανθρώπους να σκάνε στα γέλια μπροστά σε αυτές τις εικόνες, η δική μου όμως η καρδιά μάτωσε. Αυτοί οι λεγόμενοι καλλιτέχνες θεωρούν πως είναι επαναστάτες και ονομάζονται Ιμπρε­σιονιστές. Παίρνουν ένα κομμάτι μουσαμά, μπογιές και πινέλο, τον πασαλείβουν στην τύχη με μερικές κηλίδες χρώμα και υπογράφουν τον δήθεν πίνακα. Είναι μια παραίσθηση, ακριβώς όπως των τροφίμων ενός φρενοκομείου που μαζεύουν πέτρες από το δρόμο πιστεύοντας πως έχουν βρει διαμάντια».

Οι πρώτοι επισκέπτες των εκθέσεων των Ιμπρεσιονιστών κολλούσαν προφανώς τη μύτη τους στο μουσαμά και δεν έβλεπαν τίποτε, παρά μόνο ένα χάος από τυχαίες πινελιές. Γι αυτό πίστεψαν πώς αυτοί οι ζωγράφοι ήταν τρελοί. Πέρασε κάμποσος καιρός προτού να μάθει το κοινό ότι, για να εκτιμήσει κανείς έναν ιμπρεσιονιστικό πίνακα, έπρεπε να τον βλέπει από μακριά, κι έτσι να χαρεί ένα θαύμα: τα αινιγματικά κομμάτια από χρώμα ν’ αποκτούν ξαφνικά νόημα και να ζωντανεύουν μπροστά στα μάτια του. Αυτός ήταν ο πραγματικός στόχος των Ιμπρεσιονιστών, να κατορθώσουν αυτό το θαύμα, και να μεταθέσουν την εικαστική εμπειρία από το ζωγράφο στο θεατή. Η αίσθηση της καινούριας ελευθερίας και της δύναμης που είχαν αυτοί οι καλλιτέχνες θα τους αποζημίωνε για τους χλευασμούς και την εχθρότητα που συναντούσαν.

Οι Ιμπρεσιονιστές θέλησαν να εκφράσουν μέσα από μία απλή και μακρά διαδικασία, με απόλυτη ειλικρίνεια, την εντύπωση που η θέα της πραγματικότητας ξυπνάει μέσα τους, χωρίς να την αλλοιώσουν ή να την αμβλύνουν. Επικέντρωσαν το ενδιαφέρον τους στο παιχνίδισμα του φωτός και όχι στην ακρίβεια του σχεδίου. Η μελέτη του ηλιακού φωτός που μεταβάλλει το χρώ­μα του τοπικού τόνου των αντικειμένων, τους επέτρεψε να φθάσουν σε μια ολότελα νέα σύλληψη του χρώμα­τος. Οι αδιάκοπες μεταμορφώσεις δίνουν όχι μία στατική, αλλά μία δυναμική, γεμάτη ενέργεια εικόνα του κόσμου. Οι Ιμπρεσιονιστές αποθέωσαν την αίσθηση γιατί τη θεώρησαν πηγή αυθεντικότερης μαρτυρίας από τις έννοιες που επεξεργάζεται η λογική.

Ο Monet επέμενε πως ο καλλιτέχνης όφειλε να εγκαταλείψει τελείως το εργαστήρι του και να μη ζωγραφίζει ούτε μια πινελιά παρά μόνο μπροστά στο θέμα του. Είχε μετατρέψει μία βάρκα σε εργαστήρι για να μπορεί να μελετά τις αλλαγές και τα εφέ του τοπίου δίπλα στο ποτάμι. Η θέση του Monet ήταν πως όλα τα έργα με θέμα τη φύση πρέπει να γίνονται “επί τόπου”, γεγονός που δεν απαιτούσε μόνο αλλαγή στις συνήθειες του καλλιτέχνη, αλλά οδήγησε και σε νέες τεχνικές μεθόδους.

Η τεχνική της ζωγραφικής δεν ήταν το μόνο που εξόργισε τους κριτικούς τέχνης. Αποδοκίμαζαν επίσης τα θέματα που διάλεγαν οι ζωγράφοι. Ξαφνι­κά ο κόσμος ολόκληρος πρόσφερε κατάλληλα θέματα στο ζωγράφο. Όλα τα παλιά σκιάχτρα, “το σοβαρό θέμα”, “η ζυγισμένη σύνθεση”, “το σωστό σχέδιο”, πήγαν στην άκρη. Ο καλλιτέχνης ήταν υπεύθυνος μόνο απέναντι στην ευαισθησία του για το τί ζωγράφιζε και πώς το ζωγράφιζε.

Όσο πικρός κι αν ήταν ο αγώνας κι όσο σκληρός για τους ίδιους τους καλλιτέχνες, ο θρίαμβος του Ιμπρεσιονισμού υπήρξε απόλυτος. Οι κριτικοί που τους είχαν περιφρονή­σει αποδείχθηκε ότι είχαν κάνει πράγματι λάθος. Αν είχαν αγοράσει τα έργα αυτά αντί να τα ειρωνεύονται, θα είχαν γίνει πλούσιοι. Η κριτική επομένως έχασε το κύρος της, και ποτέ δεν το ξαναβρήκε. Ο αγώνας των Ιμπρεσιονιστών έγινε o αγαπημένος μύθος όλων των πρωτοπόρων στην τέχνη. Από μια άπο­ψη, αυτή η διαβόητη αποτυχία είναι τόσο σημαντική στην ιστορία της τέχνης όσο και η τελική νίκη του Ιμπρεσιονισμού.

Θεώρησα απαραίτητα τα όσα ανέφερα παραπάνω, προκειμένου να δηλώσω την αναγκαιότητα ίδρυσης ενός κινήματος στην Ελλάδα τού σήμερα, που να έρθει σε ρήξη με μία άλλη παράδοση. Όχι της τέχνης, αλλά της πολιτικής. Μπορούμε να αντιστοιχίσουμε την επαναστατική προσπάθεια των καλλιτεχνών με εκείνη των πολιτών που αγωνίζονται να δημιουργήσουν έναν νέο τρόπο θεώρησης των πραγμάτων, τόσο από την πλευρά εκείνου που κωδικοποιεί την πραγματικότητα (πολιτικοί) όσο και από την πλευρά εκείνου που την αποκωδικοποιεί (πολίτες).

Μιας και ξεκίνησα με τον ειρωνικό τρόπο με τον οποίο οι κριτικοί τέχνης απέρριψαν τα ιμπρεσιονιστικά έργα και απαξίωσαν τον Ιμπρεσιονισμό, παραθέτω τον (ειρωνικό και υποθετικό) διάλογο δύο κριτικών πολιτικής, οι οποίοι συναντιούνται σε μία έκθεση διαδικτυακών άρθρων με θέμα “Εντύπωση: ψιλά γράμματα”.
-      Ποια είναι η άποψή σας για την έκθεση…
-      Είναι μία συμφορά. Δεν περίμενα να δω τέτοιες φρικιαστικές εκφράσεις. Πώς τολμούν αυτοί οι τρελοί να εκθέτουν απόψεις που ενισχύουν την εθνική μας κατάθλιψη; Η καρδιά μου ματώνει.
-      Εννοείτε ότι όσα γράφονται είναι ψευδή;
-      Μα είναι δυνατόν να υπάρχει αλήθεια σε αυτά τα λόγια; Πρόκειται για καταστροφολογία. Παντού αρνητισμός: ανεργία, ακρίβεια, αυτοκτονίες, πτώση μισθών, πείνα, πλειστηριασμοί, χαράτσια, φόροι… Αυτός ο τόπος έχει ανάγκη το δικό μου success story. Αυτό που χρόνια τώρα υπηρετώ, με τον κοινά αποδεκτό τρόπο. Ψιλά γράμματα και αηδίες. Αυτοί οι αρθρογράφοι θεωρούν ότι είναι και επαναστάτες. Παίρνουν ένα κομμάτι χαρτί, πασαλείβουν μερικές αράδες και νομίζουν ότι κάτι θα καταφέρουν.
-      Τι ακριβώς εννοείτε λέγοντας “δικό σας success story”;
-      Εννοώ αυτά που λέω: Ανάπτυξη, πρωτογενές πλεόνασμα, επενδύσεις, ιδιωτικοποιήσεις, αγορές…
-      Αυτά είναι πολύ γενικά και ο λαός δεν τα βιώνει. Αντίθετα, αυτά που διαβάζουμε σήμερα εδώ, έχω την εντύπωση ότι συμβαίνουν στ’ αλήθεια. Μήπως θα πρέπει να αποκτήσουμε άλλη οπτική; Μήπως ήρθε ο καιρός να μπούμε μέσα στην κοινωνία;
-      Ζω πολύ κοντά στην κοινωνία, σ’ αυτήν την κοινωνία μέσα!
-      Τότε θα βλέπετε ότι όσα εκθέτονται εδώ είναι γεγονότα αληθινά. Για να εκτιμήσουμε την πραγματικότητα είναι απαραίτητο να ενώσουμε τα κομμάτια. Όλα μαζί κάτι θέλουν να πουν και για να τα κατανοήσουμε χρειάζεται επαναστατική αλλαγή οπτικής. Και το κυριότερο: θα πρέπει να έρθουμε σε επαφή με το λαό.
-       Εγώ έρχομαι σε επαφή με το λαό μέσα στο πολιτικό μου γραφείο (για ρουσφέτια).
-      Η άποψή μου είναι ότι οφείλετε να εγκαταλείψετε τελείως το γραφείο σας και να μη δημιουργείτε ούτε ένα σχέδιο νόμου μέσα σ’ αυτό. Τα σχέδια πρέπει να γίνονται έξω, κοιτάζοντας κατάματα τον πολίτη.
-      Δεν οφείλω τίποτα. Ήρθε η ώρα να τραβήξω “κόκκινη γραμμή” στη συζήτησή μας.
-      “Κόκκινες γραμμές”, δεν έχετε βαρεθεί να χρησιμοποιείτε τετριμμένες φράσεις;
-      Απορρίπτω ό,τι μου λέτε. Απορρίπτω και ό,τι βλέπω γύρω μου. Δεν πρόκειται παρά για μία έκθεση απορριφθέντων.
-      Μου θυμίζετε τους Ιμπρεσιονιστές. Έτσι περιφρονήθηκαν και αυτοί.
-      Οι Ιμπρεσιονιστές ζωγράφιζαν χαρούμενα θέματα. Θάλασσες, λιβάδια, χορούς, θεάματα. Αυτό εννοώ κι εγώ όταν λέω success story. Να δείξουμε στον κόσμο τις θάλασσες μας, τις απέραντες εκτάσεις γης και, γιατί όχι, τις γεμάτες καφετέριες!
-      Ξέρετε το ενδιαφέρον των Ιμπρεσιονιστών βρίσκονταν αλλού, όχι στη θεματολογία. Ήθελαν να περιγράψουν τα χρώματα και να μελετήσουν την επίδραση του ηλιακού φωτός σε αυτά. Ουσιαστικά, θεματικό στοιχείο των έργων τους ήταν το χρώμα.
-      Κι εμένα το ίδιο. Θεματικό στοιχείο των έργων μου είναι το χρήμα.
-      Το χρώμα είπα.
-      Γιατί εγώ τι είπα; Χρώμα είπα.
-      Κοιτάξτε με στα μάτια και πείτε μου ότι είπατε χρώμα.
-      Κοιτάζω αλλού για να μη γελάσω!

Ο διάλογος δίνει την εντύπωση της ειρωνείας, ωστόσο η ερμηνεία του αναδεικνύει την ανάγκη ύπαρξης ενός κινήματος που μπορεί να οδηγήσει τόσο τους πολιτικούς στην επιτυχία όσο και τους πολίτες στην ελευθερία και τη δύναμη. Είναι το κίνημα που:
·         Δεν χρησιμοποιείται από τους πολιτικούς για να εκφράσουν (εξυπηρετήσουν) τα δικά τους συμφέροντα, αλλά καταφέρνουν να μεταφέρουν τα συμφέροντα στους πολίτες.
·         Μελετά τον τρόπο με τον οποίο τα γεγονότα μεταβάλλουν την καθημερινότητα του ανθρώπου και δεν στηρίζεται μόνο σε οποιεσδήποτε λογικές και δήθεν επιστημονικές έρευνες.
·         Δεν διαθέτει πολιτικά γραφεία, δεν είναι δυνατό να βιώνει κάποιος την κοινωνία μέσα από το γραφείο. Οι πολιτικοί βρίσκονται στα σχολεία, στα νοσοκομεία, στις γειτονιές… παντού γύρω μας, για τα καθημερινά προβλήματα που περιμένουν την επίλυσή τους. Βέβαια αυτό απαιτεί αλλαγή στις συνήθειες. “Τα ρουσφέτια”, “οι χάρες”, “τα προεκλογικά τηλεφωνήματα και θα”, τα παλιά σκιάχτρα δηλαδή πρέπει να παραγκωνιστούν.

Φυσικά όλα τα παραπάνω δεν γίνονται από τη μία μέρα στην άλλη, αλλά όπως συμβαίνει με τα κινήματα στην ιστορία της τέχνης, οι συνθήκες κάθε εποχής είναι αυτές που προετοιμάζουν το έδαφος για την επικράτηση του εκάστοτε ρεύματος. Ελπίζω οι σημερινές συνθήκες να οδηγήσουν σε έναν Ιμπρεσιονισμό. Ίσως αυτός κρύβεται στα ψιλά γράμματα όσων διαβάζουμε, που όσο περνάει ο καιρός γίνονται περισσότερα και κάποια στιγμή θα φέρουν την επανάσταση!



Πηγές:
Gombrich, E. H. (1998). Το Χρονικό της Τέχνης. Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης.

Graber, C. & Guillou, J.F. (1992). Οι Ιμπρεσιονιστές. Αθήνα: Εκδόσεις Γκοβόστη.

Λαμπράκη-Πλάκα, Μ. (2002). Εισαγωγή στη μοντέρνα τέχνη. Σημειώσεις ιστορίας της τέχνης. Αθήνα: Αδάμ - Πέργαμος.